- σπογγώδης
- -ες / σπογγώδης, -ῶδες, ΝΜΑ, και σφογγώδης Α [σπόγγος / σφόγγος]αυτός που μοιάζει με σπόγγο ως προς τη σύσταση, απορροφητικός σαν σπόγγος, σπογγοειδής, πορώδηςνεοελλ.1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σπογγώδηοι σπόγγοι, το φύλο τών σπόγγων2. φρ. α) «σπογγώδης ουσία»ανατ. μορφή οστίτη ιστού που αποτελείται από διακλαδιζόμενες δοκίδες οι οποίες σχηματίζουν πλέγμα, στα διάκενα τού οποίου βρίσκεται μυελός τών οστώνβ) «σπογγώδες μέταλλο»χημ. μάζα πορώδους μετάλλου ή μετάλλου σε κατάσταση λεπτού διαμερισμού που προκύπτει με κατάλληλες διαδικασίες και χρησιμοποιείται κυρίως ως καταλύτης σε πάρα πολλές χημικές αντιδράσειςγ) «σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια τών βοοειδών»(κτην.-ιατρ.) νέα μεταδοτική ζωονόσος, που επισημάνθηκε για πρώτη φορά το 1986 στα βοοειδή τής Μεγάλης Βρετανίας, με συμπτώματα που προσβάλλουν το νευρικό σύστημα, κν. αρρώστια τής τρελής αγελάδας.
Dictionary of Greek. 2013.